- φλοξίνη
- η, Νχρωστική ουσία κόκκινου χρώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phloxine < φλόξ, φλογός + κατάλ. -ίνη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς … Dictionary of Greek